- Παραλπιος
- ΠαράλπιοςΠαρ-άλπιοςὅ приальпийский Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράλπιος — και παράλπειος, α, ο / παράλπιος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις Αλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + Άλπεις (πληθ. αριθ. τού Άλπις). Ο τ. παράλπειος μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
παραλπίους — παράλπιος dwelling near the Alps masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλπειος — α, ο βλ. παράλπιος … Dictionary of Greek